θεμισκρεων

θεμισκρεων
    θεμισκρέων
    θεμισ-κρέων
    -οντος adj. правящий по справедливости, управляющий на основании законности
    

(Βαττιδᾶν δόμοι Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "θεμισκρεων" в других словарях:

  • θεμισκρέων — θεμισκρέων, ὁ (Α) αυτός που άρχει δίκαια, αυτός που κυβερνά, που βασιλεύει με δικαιοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + κρέ(ι)ων «κυρίαρχος»] …   Dictionary of Greek

  • θεμισκρεόντων — θεμισκρέων reigning by right masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… …   Dictionary of Greek

  • κρείων — και κρέων, οντος, ο, θηλ. κρείουσα και κρέουσα, δωρ. θηλ. κρείοισα) (για βασιλείς, ηγεμόνες και θεούς) άρχοντας, κύριος, δεσπότης («ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέων, με μετρική έκταση. Συνδέεται με αβεστ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»